~ Το 1979, δύο νέοι παραγωγοί ταινιών, ο Γουόλτερ Παρκς και ο Λάρι Λάσκερ, με προσέγγισαν επίσης, καθότι είχαν διαβάσει τα «Ξυπνήματα» λίγα χρόνια νωρίτερα, στο πλαίσιο ενός μαθήματος ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ.

Ενδιαφέρονταν να μετουσιώσουν το βιβλίο μου σε κινηματογραφική ταινία. Επισκέφθηκαν το Νοσοκομείο Μπεθ Άμπραχαμ και συνάντησαν από κοντά πολλούς από τους μετεγκεφαλιτιδικούς ασθενείς μου. Εγώ από την πλευρά μου συμφώνησα στη δημιουργία ενός σεναρίου εμπνευσμένου και βασισμένου στους ασθενείς μου και στα «Ξυπνήματα».

Oliver_Sacks_7

Μεσολάβησαν αρκετά χρόνια δίχως νέα από εκείνους και σχετικά με το τι είχε απογίνει η ιδέα της ταινίας. Το είχα σχεδόν ξεχάσει ομολογώ, όταν, ξαφνικά, επικοινώνησαν εκ νέου μαζί μου μετά από οκτώ χρόνια, λέγοντας ότι ο Πήτερ Γουίαρ είχε διαβάσει τα «Ξυπνήματα» και το σενάριο που βασιζόταν στο βιβλίο μου και, φυσικά, πως τον ενδιέφερε πολύ να το σκηνοθετήσει.

Μου έστειλαν το σενάριο, γραμμένο από έναν νεαρό τότε συγγραφέα ονόματι Στηβ Ζέιλιαν. Η ακριβής ημέρα παράδοσης του σεναρίου στα χέρια μου ήταν ανήμερα του Χάλοουγουιν το 1987 και μία ημέρα πριν συναντήσω τον Πήτερ Γουίαρ.

Το σενάριο δεν μου άρεσε καθόλου και αυτό που μου προξένησε ιδιαίτερα αρνητική εντύπωση ήταν η παράλληλη ιστορία που παρεμβαλλόταν ως δευτερεύουσα πλοκή και ήταν προϊόν επινόησης του σεναριογράφου. Σύμφωνα με την ιστορία αυτή, ο γιατρός υποτίθεται πως ερωτευόταν μία ασθενή. Εξέφρασα τη δυσαρέσκεια και την αντίθεσή μου με απόλυτη σαφήνεια και δίχως περιθώρια διαλλακτικότητας στον ίδιο τον Γουίαρ, αμέσως μόλις έφτασε και συναντηθήκαμε. Αιφνιδιάστηκε, αλλά έδειξε να κατανοεί απόλυτα τη θέση μου.

Λίγους μήνες αργότερα, αποσύρθηκε από την παραγωγή, υποστηρίζοντας ότι τα εμπόδια για την ολοκλήρωση της ταινίας ήταν ανυπέρβλητα και αισθανόταν πως δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει με δικαιοσύνη και σεβόμενος τα άδυτα και πραγματικά στοιχεία της ιστορίας.

Κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, το σενάριο πέρασε μέσα από πολλές βελτιώσεις προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα, καθώς ο Στηβ, ο Γουόλτερ και ο Λάρι εργάστηκαν εντατικά για να παράγουν κάτι που θα παρέμενε πιστό στο βιβλίο και τις πραγματικές εμπειρίες των ασθενών μου.

Στις αρχές του 1989, με ενημέρωσαν ότι η Πέννυ Μάρσαλ θα σκηνοθετούσε την ταινία και ότι θα με επισκεπτόταν με τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ο οποίος θα έπαιζε τον ρόλο ενός ασθενή, του Λέοναρντ Λ..
[..] Με βασάνιζαν πολλές αμφιβολίες και συναισθηματικές ταλαντεύσεις. Δεν μπορώ να πω πως ήμουν βέβαιος ως προς το πώς ένιωθα για το σενάριο. Είχα έντονη την αίσθηση ότι με ποικίλους τρόπους αποτελούσε διαστρέβλωση του συγγράμματός μου και αποσκοπούσε στην αναδιαμόρφωση των ιστορικών των ασθενών μου, εισάγοντας αρκετές δευτερεύουσες ιστορίες οι οποίες ήταν εντελώς πλασματικές και δεν εξυπηρετούσαν πουθενά παρά μόνο στην αλλοίωση της πραγματικής εξέλιξης της δικής μου ιστορίας.

Έπρεπε να παραιτηθώ από την ιδέα ότι ήταν «δική μου» κινηματογραφική ταινία: δεν είχε το σενάριό μου και σε μεγάλο βαθμό δεν υπόκειντο στον έλεγχο και τις υποδείξεις μου. Δεν ήταν εντελώς εύκολη αυτή η παραδοχή καθώς εγκατέλειπα οικειοθελώς έναν στόχο, αλλά ταυτόχρονα ένιωσα να ανακουφίζομαι από ένα ασήκωτο βάρος. Επιθυμούσα να αρκεστώ απλώς σε συμβουλευτικό ρόλο και να συνδράμω στην εξασφάλιση ιατρικής και ιστορικής ακρίβειας. Στόχος μου πλέον ήταν να κάνω ό, τι καλύτερο μπορούσα για να προσδώσω στην ταινία μία αυθεντική αφετηρία, χωρίς όμως να είμαι επιφορτισμένος με περαιτέρω ευθύνες.
~
Το ντοκιμαντέρ των «Ξυπνημάτων» μελετήθηκε λεπτομερώς από όλους τους ηθοποιούς οι οποίοι προορίζονταν να υποδυθούν τους ασθενείς. Αυτό κατέστη η πρωταρχική οπτική πηγή για την ταινία μεγάλου μήκους, μαζί με το υλικό που είχα καταγράψει στην Σούπερ 8 κάμερα και τις κασέτες μαγνητοφώνου που χρονολογούνταν από το 1969 και το 1970. Το ντοκιμαντέρ δεν είχε μεταδοθεί εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου και έτσι η προβολή της Χολιγουντιανής ταινίας φάνταζε ιδανική στιγμή για να το προσφέρουμε στο μεγαλύτερο δημόσιο τηλεοπτικό δίκτυο της Αμερικής, το PBS (Public Broadcasting Service). Ωστόσο, η Κολούμπια Πίκτσερς, επέμεινε να μην προβούμε σε μία τέτοια ενέργεια με τη δικαιολογία ότι θα μπορούσε να υπονομεύσει την «αυθεντικότητα» της ταινίας μεγάλου μήκους που ήταν ο αρχικός μας στόχος, μία εντελώς παράλογη ιδέα. […]

Σίτυ Άιλαντ

Το πάθος του Ρόμπερτ Ντε Νίρο να κατανοήσει σε βάθος τον ρόλο που θα υποδυθεί, να ερευνήσει σε μικροσκοπική λεπτομέρεια τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που θα ενσαρκώσει μου έμεινε αξέχαστο. Ποτέ δεν είχα συναντήσει άλλον ηθοποιό να προτίθεται να προβεί σε τόσο σοβαρή μελέτη και έρευνα της ιστορίας στην οποία διακλαδώνεται ο ρόλος του, μία έρευνα που κορυφώνεται στο τέλος με τον ίδιο τον ηθοποιό να ταυτίζεται και να δένεται απόλυτα με τον ρόλο.

Μέχρι το 1989, σχεδόν όλοι οι μετεγκεφαλιτιδικοί ασθενείς στο Μπεθ Άμπραχαμ είχαν πεθάνει, εκτός από εννέα που νοσηλεύονταν ακόμη στο Νοσοκομείο Χάιλαντς στο Λονδίνο. Ο Μπομπ θεωρούσε επιτακτική ανάγκη μία επίσκεψη στο νοσοκομείο όπου παρέμεναν οι τελευταίοι ασθενείς και πήγαμε πράγματι εκεί για να τους συναντήσουμε μαζί.

Ο Μπομπ πέρασε πολλές ώρες μιλώντας μαζί τους, καταγράφοντας σε βιντεοκασέτες τους διαλόγους ώστε να μπορεί εν συνεχεία να τους μελετήσει σε βάθος. Οι δυνάμεις του στην παρατήρηση και τη συμπόνια απέναντι στον άλλον που πονά και υποφέρει ομολογώ ότι με εντυπωσίασαν και με συγκίνησαν. Νομίζω ότι και οι ίδιοι οι ασθενείς είχαν συγκινηθεί από ένα είδος προσοχής και ειλικρινούς ενδιαφέροντος που είχαν σπάνια συναντήσει. «Αυτός ο άνθρωπος σε παρατηρεί πραγματικά, όχι επιφανειακά, σε διαπερνά και κοιτά από τα μάτια μέχρι τα ενδόμυχα της ψυχής…» δήλωσε χαρακτηριστικά ένας εκ των ασθενών μου την επόμενη ημέρα.

«Έχουμε να δούμε κάποιον να το κάνει τόσο έντονα και συνειδητά από τον Δρ. Μάρτιν Πάρντον. Προσπαθούσε να καταλάβει τι πραγματικά συμβαίνει με τον καθένα ξεχωριστά και ανεξαιρέτως».

Με την επιστροφή μου στη Νέα Υόρκη, γνώρισα τον Ρόμπιν Ουίλιαμς, ο οποίος επρόκειτο να παίξει τον γιατρό, δηλαδή εμένα. Ο Ρόμπιν ήθελε να με δει εν δράση, να αλληλεπιδρώ με όλες τις περιπτώσεις ασθενών με τους οποίους είχα εργαστεί και ζήσει κατά την περίοδο της συγγραφής των «Ξυπνημάτων». […]

Oliver_Sacks_6

Μιμούνταν τη φωνή και το ύφος του καθενόςμε απαράμιλλη τελειότητα. Είχε απορροφήσει σαν σφουγγάρι τις διαφορετικές φωνές, χροιές και συνομιλίες και το εκπληκτικό της υπόθεσης δεν έγκειται απλώς στο ότι τις είχε συγκρατήσει ζωντανές στο μυαλό του αλλά στο ότι μπορούσε να τις αναπαράγει τόσο πειστικά που νόμιζα ότι είχε ταυτιστεί απόλυτα με τους ασθενείς, σχεδόν ότι είχε δαιμονιστεί και αντί για τον ίδιο τον Ρόμπιν άκουγα και έβλεπα τα πνεύματα και τις ψυχές των μετεγκεφαλιτιδικών. Αυτή η στιγμιαία δύναμη της σύλληψης και της αναπαραγωγής, μία δύναμη για την οποία η λέξη «μίμηση» είναι πολύ αδύναμη και λίγη για να την εκφράσει ολοκληρωτικά, διότι αναφέρομαι σε μιμήσεις γεμάτες ευαισθησία, χιούμορ και δημιουργικότητα, αναπτύχθηκε ραγδαία στον ψυχισμό του Ρόμπιν. Σκεφτόμουν όμως ότι αποτελούσε μόνο το πρώτο βήμα για την έρευνά του σε επίπεδο ηθοποιίας10.

Σύντομα βρέθηκα να είμαι εγώ ο ίδιος το αντικείμενο της έρευνάς του. Μετά τις πρώτες συναντήσεις μας, ο Ρόμπιν άρχισε να με αντανακλά, αντιγράφοντας μερικές από τις ιδιομορφίες μου, τις στάσεις του σώματός μου, το βάδισμα και την ομιλία μου, δηλαδή όλα όσα φώναζαν «Όλιβερ Σακς» και ασυναίσθητα με χαρακτήριζαν έως τότε. Ήταν ανησυχητικό να βλέπω ένα είδωλο του εαυτού μου σε αυτόν τον ζωντανό καθρέφτη, αλλά μου άρεσε η συντροφιά του Ρόμπιν και λάτρευα να κάνουμε από κοινού πράγματα, να οδηγούμε, να γευματίζουμε, να γελάμε χάρη στο πηγαίο, φλογερό και ασύλληπτο χιούμορ του και να εντυπωσιάζομαι από το ευρύ φάσμα των γνώσεών του.